- ψιλάνθρωπος
- -ον, Μαυτός που ανήκει ή αναφέρεται, απλώς, σε άνθρωπο, θεωρούμενο χωρίς καμιά άλλη ιδιότητα («οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα», Αναστ. Σιν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + ἄνθρωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek